απάγωτος — η, ο αυτός που δεν πάγωσε, δεν καταψύχθηκε από φυσική ή τεχνητή αιτία … Dictionary of Greek
απάγωτος — η, ο εκείνος που δεν πάγωσε: Τα νερά ήταν απάγωτα, έκανε όμως πολύ κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)